- Ἰδαίων
- Ἰδαί̱ων , Ἰδαῖοςof Idafem gen plἸδαί̱ων , Ἰδαῖοςof Idamasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
Δαμναμενεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους μάγους της Φρυγίας, που δάμασαν πρώτοι το σίδερο και τον χαλκό με τη φωτιά. Ο μύθος τους συνδέεται με εκείνον των Ιδαίων Δακτύλων, που ανακάλυψαν την κατεργασία των μετάλλων. 2. Γιος του Ποσειδώνα,… … Dictionary of Greek